Γεννηθήκαμε στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο πατέρας μας πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 1902 και για μας μόνη λύση ήταν η μετανάστευση. Ξεκινήσαμε για τη Νέα Υόρκη με την ίδια σειρά, που είχαμε γεννηθεί. Πρώτα ο Κώστας, μετά ο Βασίλης, μετά ο Πάνος, ο Ηλίας και, τελευταίος, ο Ανδρέας.
Μόλις πήγαινε ο ένας, δούλευε, έβγαζε χρήματα και έστελνε το εισιτήριο για τον επόμενο. Το ίδιο έγινε με όλους μας. Είχε μπει όμως το θέμα και καλό θα ήταν κάποιος να έμενε πίσω με τη χήρα μητέρα μας. Αυτός ήταν ο Ηλίας. Δεν του άρεσε στην Αμερική, στους τρεις πρώτους μετάνιωσε, του’ βγάλαν εισιτήριο τα άλλα αδέλφια και γύρισε στην πατρίδα. Σ’ όλη του τη ζωή ξαναπήγε στην Αμερική 3 φορές, αλλά μόνο για ταξίδι ενός μηνός.
Τέσσερα αδέλφια λοιπόν, μετανάστες. Ο Κώστας έγινα Γκας. Ο Βασίλης Μπιλ. Ο Ανδρέας Αντριου. Μόνο ο Πάνος έμεινε απαράλλαχτος. Του Κώστα τού άλλαξαν και το επώνυμο. Από λάθος ο αστυνομικός, στη Νέα Υόρκη έγραψε το Κόλλιας, Κolius. Και έτσι έμεινε.
Δύσκολη εποχή για τους ξένους στην Αμερική. Για τους ανειδίκευτους η ζωή ήταν δύσκολη. Δουλειά και τίποτ’ άλλο. Στη Νέα Υόρκη κατάτρεχαν τους μετανάστες. Το έγκλημα περίσσευε.
Ηρθε η ώρα που τ’ αδέλφια χώρισαν. Ο Κώστας πήγε στο Τέξας, έκανε 2 γάμους και 3 παιδιά. Ο Βασίλης έφτασε στο Σαν Φρανσίσκοτο 1907, μετά το φοβερό σεισμό. Απέκτησε 2 παιδιά. Ο Ανδρέας πήγε κι αυτός στο Φόργουορθ, στο Τέξας, αργότερα στην Ουάσιγκτονκαι έκανε επίσης 2 παιδιά.
Ο Πάνος τούς ξεπέρασε όλους. Πήγε αρχικά στην Ινδιάνα -μετά στη Γεωργία, στο Τέξας και στην Ουάσιγκτον- και απέκτησε από το γάμο του 7 απογόνους.
Και οι τέσσερις έκαναν περιουσίες. Ο Ανδρέας, για παράδειγμα, είχε το μεγαλύτερο σταθμό και πλυντήριο αυτοκινήτων σ’ ολόκληρο το Τέξας. Ενας εγγονός του Κώστα έγινε πρωταθλητής στην ιστιοπλοΐα.
Αυτή ήταν η μοίρα μας, παρόμοια με όλων Ελλήνων μεταναστών. Σήμερα δεν ζούμε, απλώς αφήνουμε ζωντανά ίχνη στο διάβα μας, έργο, απογόνους, φήμη και ολ’ αυτά με ένα πρόσωπο, με μια ανάμνηση ελληνική.
Και ο Ηλίας; Απ’ τη στιγμή που γύρισε στην Ελλάδα είχε τη μοίρα όλων όσοι είχαν μείνει πίσω. Υπηρέτησε 6 χρόνια, 6 μήνες και 6 ημέρες. Πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία ως λοχίας. Εκεί του’ τυχαν, μέσα στα τόσα άλλα δεινά κι αυτό:
Σε μια πορεία της μονάδας που υπηρετούσε, τα υποζύγια έκλεισαν προς στιγμήν το δρόμο και δημιουργήθηκε ανωμαλία στη διέλευση των ανδρών. Υπεύθυνος γι’ αυτό θεωρήθηκε -και ήταν- ο Ηλίας.
Ο συνταγματάρχης Ζωιτόπουλος, λοιπόν, τράβηξε το ξίφος του και άρχισε να τον κυνηγά μέσα σε όλο εκείνο το πλήθος στρατιωτών και αξιωματικών, προκειμένου να τον… εκτελέσει επιτόπου.
Περίστροφο δεν είχε, ο Ζωιτόπουλος. Του το είχαν αφαιρέσει, γιατί είχε εκτελέσει με τον ίδιο τρόπο 2 στρατιώτες για απλά παραπτώματα. Ετσι ο Ηλίας -και χάρη στην ταχύτητα των ποδιών του- γλίτωσε…
Ο μόνος από τ’ αδέλφια που έζησε στην Ελλάδα, ο Ηλίας, παντρεύτηκε μια δισέγγονη της μητέρας του Κολοκοτρώνη και απέκτησε 2 γιους.
Αυτή ήταν η απλή ιστορία 5 αδελφών, που κλείνει μέσα στις πτυχές της -με τις αναλογίες της- μεγάλο μέρος από τη ζωή και τις περιπέτειες της Ελλάδας σ’ αυτόν τον αιώνα.
* Εφημερίδα “Εθνος”, Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 1998 (σελ. 26-39). Το παραπάνω κείμενο “φωτίζει” το πώς έφυγαν, στις αρχές του αιώνα, από τον τόπο τους για την Αμερική πολλοί Μαγουλιανίτες. Κάθε Μαγουλιανίτικο σπίτι έχει να διηγηθεί ιστορίες μετανάστευσης από εκείνα τα χρόνια. Ιστορίες που η ζωή του μισεμένου χρόνια στην Αμερική περικλειόταν από μόνο δύο λέξεις: πείνα και δουλειά. Και, κανένας τους δεν κοίταξε μόνο για τον εαυτό του. Πίσω υπήρχε ο πατέρας, η μάνα, οι αδελφές. Οποιο γράμμα κι αν άνοιγε, ένα πράγμα του έγραφε ο πατέρας και η μάνα: «Κοίταξε παιδί μου να παντρέψεις τις αδελφές σου».
– Στις μαζικές μεταναστεύσεις των αρχών του 20ου αιώνα, όπως και εκείνης του 1860, καραβιές ολόκληρες πήγαινα στην Αμερική. Στις μεταναστεύσεις εκείνες υπήρχαν και Μαγουλιανίτες. Οι άνθρωποι εκείνοι μαρτύρησαν.