Μακρινές μπαλιές στα Πάνω Αλώνια
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΑΝΑ ΣΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ, ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ 1984 ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΠΑΣΚΕΤ
Του ΠΕΤΡΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Σε μακρινές μπαλιές, δυνατά σουτ, γκολ και αποκρούσεις στις Μαγουλιανίτικες Κορφές, ο λόγος. Σε αυτοσχέδιο γήπεδο, σε χέρσο χωράφι στα Πάνω Αλώνια. Στην αγαπημένη αλάνα των παιδιών του χωριού, στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Όλα ξεκίνησαν όταν οι μαθητές του σχολείου με τον δάσκαλό τους ανακάλυψαν στις Κορυφές ένα χέρσο κομμάτι γης σε σχήμα μικρού ποδοσφαιρικού γηπέδου. Δεν χρειάστηκε παρά να μπουν ξύλινα τέρματα και…
Πρωτοπήγα σε ηλικία 5 χρονών βλέποντας να ανηφορίζουν εκεί τα μεγαλύτερα παιδιά. Υπήρχε ένας φόβος γιατί ήξερα ότι από το σπίτι δεν θα με άφηναν, αλλά η λαχτάρα για μπάλα τον νίκησε και έφυγα τρέχοντας να τους βρω.
Και, όχι μόνο τους βρήκα αλλά πήρα και το βάπτισμα του πυρός σε κανονική ομάδα. Ο δάσκαλος με έχρισε παίκτη αμυντικό. Οι θέσεις φουλ επίθεση ήταν κλεισμένες από τους μεγαλύτερους.
Είχαν σχηματιστεί δύο ομάδες στις οποίες πρωταγωνιστές ήταν φυσικά οι πιο μεγάλοι. Η αλάνα ήταν ιδανική, αν εξαιρέσει κανείς ότι στη μέση υπήρχε ένας μικρός βράχος που μας δυσκόλευε συχνά – πυκνά. Μια φορά χαρακτηριστικά που το σκορ ήταν 19-19 και ενώ ο Γιάννης ήταν μόνος του, το σουτ βρήκε στον βράχο. Τότε ο Γιάννης απείλησε να του βάλει φουρνέλο. Μην ξεγελιέστε από τα διψήφια σκορ, που μόλις ανέφερα. Τότε υπήρχαν δυνατές άμυνες.
Ένα άλλο πρόβλημα που είχαμε πάντα στο νου μας ήταν να μην βαράμε δυνατά σουτ. Από την μια μεριά η μπάλα μπορούσε εύκολα να καταλήξει στην μηχανή του μπάρμπα-Ντίνου και από την άλλη, ποιος μικρός μπορεί αδιαμαρτύρητα να κυνηγάει την μπάλα στις γύρω πλεύρες.
Η εφευρετικότητα εννοείται ήταν μεγάλη. Μια ομάδα παιδιών βάπτισε την αλάνα μας: «Γήπεδο Βούδα» και την ομάδα τους «Αθλητικός όμιλος Βούδα». Τοποθέτησαν μάλιστα και σχετική πινακίδα στον χώρο.
Αγώνες, εκτός από τη καλοκαιρινή σεζόν γίνονταν πάντα ανήμερα το Πάσχα. Καμιά φορά το «διαλάγαμε» νωρίτερα γιατί έπεφτε και ξύλο. Το ποδόσφαιρο είναι αγωνιστικό, αντρικό σπορ. Μια φορά πλακώθηκαν Γιάννης Μπούμπουλης και Γιώργος Παπαθανασόπουλος, που έπαιζαν σε αντίθετες ομάδες… Τα δύο αδέλφια Γιάννης και Χρήστος Μπούμπουλης συνήθως έπαιζαν πάντα αντίπαλοι.
Κατά περιόδους καθαρίζαμε το γήπεδο από τις πέτρες, αλλά μετά από λίγο είχε περισσότερες. Λες και τις γεννούσε το χώμα.
Προπονητικό μας κέντρο είχαμε το σχολείο, με αναμετρήσεις «σεμπεσάιτ» ή κανονικό δίτερμα. Στο δίτερμα εμπόδιο ήταν ο κορμός της μεγάλης καρυδιάς και οι τραμπάλες! Τα έξω-αγωνιστικά προβλήματα είχαν να κάνουν κυρίως με το μάζεμα της μπάλας από τους γύρω κήπους πριν την βρούμε σκασμένη.
Ο Ανδρέας Ζούβελος είχε το δυνατότερο σουτ. Κάποτε ένα σουτ πέτυχε στο πρόσωπο τον Δημήτρης Κόλλιας (αν θυμάμαι καλά) και με την δύναμη που είχε η μπάλα τον κόλλησε στην μάντρα.
Είχαμε και παρατσούκλια. Νονός ήταν ο Γιάννης Μπούμπουλης. Ο αδερφός του ο Χρήστος ήταν ο Ζίκος γιατί έκανε τρίπλες. Ο Κώστας επειδή έβαζε γκολ με κεφαλιές τον λέγανε Κούη.
Σημαντική στιγμή ήταν όταν ο Ρεκουνιώτης (έμπορος από την Κόρινθο) εγκαταστάθηκε μαζί με τα παιδιά του στην Νυμφασία και δημιούργησε το 1984 μαθητική ομάδα η οποία αγωνιζόταν με τα γύρω χωριά. Τότε συνειδητοποιήσαμε πως είναι να παίζεις συλλογικά σε γήπεδο και όχι σε αλάνα. Να τρέχεις να καλύψεις κενούς χώρους, να παίζεις με ομαδικό πνεύμα, να αξιοποιούνται οι παίκτες τόσο στην επιθετική όσο και στην αμυντική γραμμή.
Δεν θέλω να το παινευτώ, αλλά σε φιλικό με την πρωταθλήτρια ομάδα μαθητικών αγώνων της Αθήνας βγήκαμε νικητές με 1-0. Στην ομάδα εκείνη συμμετείχαν παιδιά από την Βυτίνα, τα Σβόρνα και πέντε μαγουλιανιτάκια. Οι Γιάννης Κόλλιας, Κωστής Κόλλιας, Παναγιώτης Παπαθανασόπουλος, Πέτρος Αλεξόπουλος και Κώστας Αλεξόπουλος.
Η ομάδα είχε δύο εμφανίσεις (φανέλες), μια που έλεγε «Αγάπη στα παιδιά» και η άλλη «Αγάπη στον Χριστό». Προπονητής ήταν ο Ντόσκας από την Νυμφασία.
Όπως κάθε σοβαρή ομάδα, έτσι και η δική μας είχε σπόνσορα. Ο Ρεκουνιώτης πλήρωνε τα έξοδα μεταφοράς σε αγώνες και προπονήσεις. Ετοιμαζόμαστε σωστά για κάθε αγώνα. Όλοι μαζί πριν από κάθε αναμέτρηση πηγαίναμε πρώτα από το σπίτι του όπου η γυναίκα του μας μαγείρευε μακαρονάδα. Ήμασταν ομάδα.
Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο και για τα παιδιά ανησύχησε κάποιους γονείς και, όπως συμβαίνει στις κλειστές κοινωνίες ακούστηκαν αρκετά κακοπροαίρετα σχόλια σε σημείο που τον μεθεπόμενο χρόνο ο Ρεκουνιώτης έφυγε μαζί με την οικογένειά του. Εμείς ακόμα αναπολούμε εκείνα τα δύο μαγικά χρόνια.
Αργότερα δίναμε και κάποιους αγώνες με αντίπαλο την ομάδα της Βυτίνας. Χαρακτηριστικά θυμάμαι το 1988 σε αγώνα χάναμε 7-0 στο ημίχρονο. Τότε μπήκε αλλαγή ο Κωστής Κόλλιας, που μόλις είχε τελειώσει από την οικοδομή. Από την μέση και πάνω κατάμαυρος από τον ήλιο και κάτασπρος από το σορτσάκι και κάτω. Σ’ ένα κόρνερ σκόραρε και πετύχαμε τουλάχιστον το γκολ της τιμής.
Έτσι ανακαλύψαμε το μπάσκετ
Την πορτοκαλί μπάλα του μπάσκετ την πιάσαμε στα χέρια μας στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Την έφερε στο χωριό ο Μπάμπης Σολομωνίδης. Πιο πριν δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια μπάλα. Μας έβαλε μια μπασκέτα στην πλατεία και παίζαμε.
Από το 1987 –χρονιά που η Εθνική μπάσκετ έγραψε ιστορία, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ- και μετά εγκαταλείψαμε σταδιακά το ποδόσφαιρο. Το γυρίσαμε στο μπάσκετ όχι τόσο λόγω του ανεπανάληπτου ελληνικού άθλου, αλλά γιατί στο χωριό μείναμε μόνο τέσσερις, ο Σταυρός Μπούμπουλης, ο Θανάσης Κανελλόπουλος ο αδερφός μου ο Κώστας και εγώ. Παίζαμε αγώνες με την ομάδα της Βυτίνας, ο πέμπτος παίκτης δεν ήταν σίγουρος, άλλοτε ήταν ο Πανίκος, καμιά φορά ο Δημήτρης Μπατάγιας, κάποτε ο Παύλος Πέτρουλας. Πάντα περιμέναμε κάποιον. Πότε θα έρθει ο Ηλίας της Θοδώρας του Μουτζούρη. Ο Ηλίας έπαιζε μαζί με τον Μυριούνη σε ομάδα.
Οι αγώνες με την ομάδα της Βυτίνας ήταν αμφίρροποι, μια εμείς, μια αυτοί. Όταν όμως ερχόταν ο Ηλίας της Θοδώρας και ο Ηλίας του Σεληντάγα είχαμε την νίκη στο τσεπάκι.
Το 1992 δώσαμε ένα αγώνα με εξέδρα καμιά τριανταριά παιδιά από τα Μαγούλιανα. Ήμασταν πίσω στο σκορ με δυο πόντους και είχαμε την τελευταία επίθεση, έχοντας συμφωνήσει για το σύστημα. Σε μια πάσα όμως ο Θανάσης του Ιωσήφ βρέθηκε αμαρκάριστος και σούταρε για τρίποντο. Βέβαιος για την αστοχία του τρέχω να τον κόψω. Ευτυχώς που δεν πρόλαβα γιατί η μπάλα αφού χτύπησε το ταμπλό και έκανε τρεις γύρους γύρω από το στεφάνι κατέληξε στο καλάθι. Τα παιδιά από το χωριό μπήκανε μέσα στο γήπεδο να πανηγυρίσουν. Το μπάσκετ τα επόμενα χρόνια ήταν η κύρια άθληση των παιδιών του χωριού.
Μπασκέτα μετά την πλατεία φτιάξαμε στου Ιωσήφ. Από τα κορίτσια μπάσκετ πάντα έπαιζε η Μαρία Παπαδημητροπούλου η οποία είχε πολύ καλό σουτ.
Αργότερα τα πιο νέα παιδιά του χωριού με μπόλικο μεράκι και όρεξη φτιάξανε αυτοσχέδια μπασκέτα στην πλατεία στο κάτω χωριό, στου Μητσιάκου. Αλλά και εκεί πάντα στο νου μας είχαμε μην πέσει η μπάλα στο ρέμα να την κυνηγάμε.
Οι θέσεις ήταν περιορισμένες. Οι μικροί παίζανε ή το καταμεσήμερο ή το σούρουπο. Περίμεναν να τελειώσουν οι μεγάλοι. Η μπασκέτα στο κάτω χωριό έμεινε μέχρι και το 1999 όπου φτιάχτηκε καινούρια στο σχολείο.
Μπάσκετ με αντίπαλο την ομάδα της Βυτίνας παίζαμε κάθε Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο, μέχρι και το 1998. Τα τελευταία χρόνια όταν συμμετείχαν και τα πιο νέα παιδιά (Χρίστος Α. Γόντικας, Μπάμπης Ε. Γόντικας) ήμασταν σίγουροι νικητές.
Ο τελευταίος ποδοσφαιρικός αγώνας στο γήπεδο στις Κορφές έγινε τον Αύγουστο του 2000. Πρόσφατα μια παρέα δεκαπέντε παιδιών από την Αθήνα ακούγοντας τις παλιές ιστορίες για το γήπεδο πήγε να το βρει. Ανακάλυψε τα ίχνη των τερμάτων και μερικά σάπια ξύλα από τα δοκάρια που είχαν στηθεί εκεί πριν από 30 χρόνια. Η λαχτάρα για την στρογγυλή θεά, την μπάλα, εκείνα τα χρόνια ήταν μεγάλη. Παίζαμε μέχρι να πέσει ο ήλιος. Τότε δεν είχαμε wifi και facebook.