Οταν κάποιος ξαναβρεθεί στους παιδικούς του τόπους, μπορεί -αν θέλει- να δει, κι όχι μόνο απλώς να ξανακοιτάξει, πράγματα που την εποχή που βιαζότανε να μεγαλώσει δεν είχε τον καιρό ή την υπομονή ή το ενδιαφέρον ή την ικανότητα ή ίσως ούτε και την τόλμη για να τα δει.
Μια βροχερή μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας που μας πέρασε κι ενώ στις εκκλησιές ξετυλιγόταν το τραγικό έπος της Χριστιανοσύνης, βρέθηκα στο χωριό μας κι αισθάνθηκα μια δυνατή παρόρμηση -σχεδόν ανάγκη- να πάω να συλλογιστώ πάνω σ’ ένα μικρό Γολγοθά, σαν αυτούς που αφθονούν τριγύρω μας και τους προσπερνάμε βιαστικά, απαρατήρητα και συχνά αδιάφορα.
Οταν από μακριά πρωτοαντίκρισα το πέτρινο κτίριο να αναδύεται μέσα από τα έλατα, μου φάνηκε σαν να έπλεε σιωπηλό μες την ομίχλη, μα η σιωπή του, ραγισμένη από το κρώξιμο κάποιου πουλιού, δεν ήταν η στοχαστική σιωπή της μοναξιάς αλλά η θλιμμένη σιγή της εγκατάλειψης.
Ασυναίσθητα, στο νου μου ήρθε η πιο συγκλονιστική ζωγραφιά της Σταύρωσης που έτυχε να δώ κάποτε στην εσπερία: ο Σταυρός υψωμένος σε ένα παντέρημο τοπίο, χωρίς κανένα ζωντανό πλάσμα γύρω του, και με τον Εσταυρωμένο να’ χει μια έκφραση που ήταν περισσότερο θλίψη, πίκρα και παράπονο μαζί, παρά πόνος.

Στην σκάλα του κτιρίου δίστασα να προχωρήσω, μάλλον όχι πια από τον ίδιο φόβο που κάποτε δεν μ’ άφηνε να μπω στο ερειπωμένο κτίριο για να ικανοποιήσω την παιδική μου περιέργεια, αλλά από μία συναίσθηση πως παραβιάζω ένα χώρο ιερό όπως είναι κάθε τόπος ανθρώπινης αγωνίας, θλίψης και πόνου.
Αφουγκράστηκα για λίγο την κοσμική ανάσα του δάσους κι ύστερα δρασκέλισα την ανύπαρκτη πόρτα. Μια στοχαστική μυρουδιά φρέσκιας κοπριάς σκέπαζε την πολύχρονη οσμή της φορμόλης που έμοιαζε να αναδύεται από την άβυσσο της λήθης.
Ο αγέρας τρύπωνε σφυριχτός στους διαδρόμους επαναλαμβάνοντας τους στεναγμούς που’ χε αποστηθίσει τα χρόνια του μεσοπολέμου από τους οικότροφους μαζί με τον παράξενο βήχα τους: ένα βήχα φυματικό, δίχως πεποίθηση, δίχως ρυθμό, ακανόνιστο, ένα αδύναμο πάφλασμα μες στον πολτό της αποσύνθεσης.
Στούς τοίχους των δωματίων, όπου πολλοί οικότροφοι είχαν ζήσει τον εφιάλτη του βραδυπορούντος θανάτου, τα χαραγμένα ονόματα, ημερομηνίες και τόποι προέλευσης περιμένουν τον αμείλικτο ασβέστη ή τον ανήλεο χρόνο να τους δώσουν την χαριστική σπρωξιά στο άπατο πηγάδι της λησμονιάς.
«Κι αυτό θα περάσει», διαβάζω σε ένα τοίχο. «Κύριε βοήθεια» σε έναν άλλον. Ωστόσο ακόμα και η δύναμη τέτοιων απλών λέξεων αδυνατεί να εκφράσει τον μουντό πόνο αυτών πού τα έγραψαν, τον οδυνηρό συμβιβασμό του ανήμπορου με το αμετάκλητο, την πικρή γεύση της απελπισίας και του φόβου, την ταπεινή ομολογία πώς υπάρχουν δυστυχίες τις οποίες μόνο Αυτός, πού μες στην άμετρη σοφία Του τις έφτιαξε, μπορεί και να τις ανακουφίσει.
Σαν κατάλαβα πώς άδικα πάσχιζα να κάνω τις αισθήσεις μου να χωρέσουν ό,τι δεν μπορούσαν να χωρέσουν, βγήκα σε ένα μπαλκόνι. Είχε σουρουπώσει και το βράδυ πλησίαζε, όχι με την συνηθισμένη ήρεμη ομορφιά του, αλλά με την απειλή της βίας.
Ο βρεμένος αέρας έμοιαζε έτοιμος να εκραγεί, τα χρώματα είχαν ξεθωριάσει, τα σύννεφα κρέμονταν απειλητικά, η ανάσα του δάσους είχε γίνει ένα βαθύ μουγκρητό και προς τα βόρεια, κατά’ κείνη την μεριά όπου μες στο μεγάλο καζάνι του παραλογισμού μαγειρεύεται η ιστορία από εκείνους που θέλουν να ρυθμίσουν τα πράγματα του κόσμου με το δικαίωμα του δυνατού, βρόντηξαν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί του ουρανού και ο αέρας πήρε να μυρίζει θειάφι.
Στον βράχο που υψώνεται σαν καλυμμαύκι πάνω από το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής είχε απομείνει ένας φωτεινός λεκές. «Κύριε βοήθεια!», ψιθύρισα.
Φεύγοντας κοντοστάθηκα να ρίξω μια τελευταία ματιά στο Σανατόριο. Μου φάνηκε σαν άνθρωπος που έχασε την μνήμη του. Πολλά έχουν ειπωθεί -και σίγουρα ακόμα περισσότερα θα ειπωθούν- για την «αξιοποίησή» του. Ισως κάποια μέρα το όμορφο πέτρινο κτίριο να γίνει τόπος αναψυχής και να πάψει να είναι μνημείο ανθρώπινης οδύνης. Κι όμως, το μικρό και το λησμονημένο μπορεί να έχει την ίδια σημασία με τα απαρασάλευτα μνημεία της ιστορίας μας.
Στο νου μου ήρθαν τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη: “Το ζήτημα δεν είναι ποια πράγματα τελείωσαν αλλά με τι, εμείς που ζούμε, τα αντικαθιστούμε μέσα στην φθορά και την αλλαγή για να αντισταθούμε στην λησμονιά και στην αδιαφορία”.