Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έγινε με τεράστιους κορμούς από ξύλο καρυδιάς, που μεταφέρθηκαν από τα Κρέστενα με μουλάρια. Οι μαρτυρίες των μεγαλυτέρων εξιστορούν ότι ο Ηπειρώτης τεχνίτης Νίκος Μόσχος ή Χριστόδουλος, φιλοξενούταν κάθε μέρα και από μια οικογένεια του χωριού. Ο μύθος θέλει τον τεχνίτη του να γλιστρά από τη σκαλωσιά, στην εκκλησιά του Αγίου Νικολάου-Γαλαξίδι, να πέφτει στο δάπεδο και να σκοτώνεται, αφήνοντας ημιτελές το τέμπλο του εκεί ναού.
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου πρέπει να εκτελέστηκε την ίδια εποχή με τον ναό. Λόγω της μεγάλης ομοιότητας που παρουσιάζει με τα τέμπλα του μοναστηριού του Προφήτη Ηλία στο Χρισσό Παρνασσίδος και του Αγίου Νικολάου στο Γαλαξίδι, τόσο ως προς τη θεματολογία των σκηνών και την τεχνική επεξεργασία, όσο και την καλλιτεχνική αρτιότητα, δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της εκτέλεσης των τριών έργων από τον ίδιο τεχνίτη.
Είναι μπαρόκ
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι τυπικό δείγμα “κεντητού” ή “σκαλιστού” στον αέρα τέμπλου: Διαμπερή κενά ανάμεσα στα ξυλόγλυπτα θέματα. Έχει διαστάσεις 10 Χ 4.70 μέτρων. Οι παραστάσεις προέρχονται κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη και διαμορφώνονται ανάγλυφες, ενώ δεν απουσιάζουν από τις συνθέσεις αξιόλογες μορφές κατ’ επίδραση της όψιμης ενετικής τέχνης (μπαρόκ) του 19ου αιώνα. Ο ιερός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου αποτελεί σημαντικό εκκλησιαστικό κτίριο του 19ου αιώνα. Έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και προστατεύεται. Ως προς την αρχιτεκτονική του μορφή ανήκει στον σταυροειδή εγγεγραμμένο τετράστηλο τύπο, με τρεις κόγχες ιερού που διαμορφώνονται με διακοσμητικά αψιδώματα στην ανώτερη ζώνη, σύμφωνα με τα πρότυπα της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της ορεινής Γορτυνίας. Στα βορειοδυτικά του ναού υψώνεται πολυώροφο κωδωνοστάσιο με τοξωτά ανοίγματα στις ανώτερες στάθμες και τρουλίσκο, χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής μορφής για τις εκκλησίες του 19ου αιώνα στην Πελοπόννησο. Πάνω από τη θύρα εισόδου στη βόρεια πλευρά του ναού, σε εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή αναγράφεται η χρονολογία ανέγερσης του μνημείου: «1840».